- εκπλήσσω
- και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττωΑ και ἐκπλήγνυμι)Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβομσν.φρ. «δειλία ἐκπλήττει» — δειλία καταλαμβάνει, κυριεύειαρχ.1. χτυπώ και απωθώ2. προξενώ ισχυρή επιθυμίαII. (μτχ. παθ. παρακμ.) αρχ.-μσν. ἐκπεπληγμένος, -η, -ονέκπληκτοςIII. επίρρ. ἐκπεπληγμένως1. με κατάπληξη2. φρ. «ἐκπεπληγμένως ἔχω, διάκειμαι» — τά έχω χαμένα, είμαι κατάπληκτος.
Dictionary of Greek. 2013.